Γιώργος Τσιάκαλος
Δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο
Ουτοπία ή ρεαλισμός;
Στα θέματα της Παιδείας ζούμε τα τελευταία χρόνια ένα παράδοξο φαινόμενο: όλες οι σοβαρές μελέτες για το περιεχόμενο των απαραίτητων αλλαγών στην εκπαίδευση δικαιώνουν τις βασικές επιλογές που έκανε η Αριστερά ήδη από την αρχή του εικοστού αιώνα, αλλά η πολιτική των δυνάμεων που κυβερνούν προσανατολίζεται σε απαρχαιωμένα ιδεολογικά πρότυπα του πολιτικού συντηρητισμού.
Ας δούμε ποια είναι τα νέα δεδομένα που σφραγίζουν τις αναζητήσεις στο χώρο της Παιδείας και σχετίζονται άμεσα με το θέμα της σημερινής μας εκδήλωσης. Στην αρχή, μάλιστα, θα τα κοιτάξουμε, όχι από τη δική μας, την αριστερή σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπάλων μας.
Πολλοί σε ολόκληρο τον κόσμο μιλούν για την ανάδυση μιας «κοινωνίας της γνώσης». Εννοούν, στην πραγματικότητα, ότι στους ραγδαία αναπτυσσόμενους και προσοδοφόρους τομείς της οικονομίας, όπως είναι ο χώρος των τεχνολογιών πληροφορίας και της βιοτεχνολογίας, διαπιστώνεται μια δραματική αναβάθμιση της ανθρώπινης «εργασίας που στηρίζεται στη γνώση» σε σχέση με τη σημασία που παραδοσιακά είχε το κεφάλαιο.
Αλλά τι είδους γνώση είναι αυτή και, συνακόλουθα, τι είδους γνώση πρέπει να παρέχουν στη νέα γενιά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε μια εποχή, στην οποία η γνώση απαξιώνεται ως προς τη χρηστική της αξία μέσα σε λίγα χρόνια;
Για τους θεωρητικούς της κυρίαρχης τάξης αυτό που θεωρείται απαραίτητο και πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα στο σχολείο είναι η απόκτηση κάποιων συγκεκριμένων προσόντων που χαρακτηρίζονται ως «ικανότητες-κλειδιά». Μεταξύ αυτών τα σημαντικότερα είναι
1. η δημιουργικότητα
2. η αυτονομία, και
3. η εξαιρετική προθυμία για ομαδική εργασία και συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών
Πρόκειται για ικανότητες που σχετίζονται με τις σύγχρονες μορφές εργασίας στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας. Διότι αυτές οι μορφές εργασίας δεν χαρακτηρίζονται ούτε από ατομικότητα (την οποία καλλιεργούν και προωθούν τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα) ούτε από καταμερισμό εργασίας (που εξυπηρετεί η πρώιμη εξειδίκευση στην εκπαίδευση). Αντίθετα, χαρακτηρίζονται από την εργασία ομάδων, στις οποίες αυτόνομα άτομα με τις παραπάνω ικανότητες συνεισφέρουν ιδέες και συνεργάζονται ισότιμα στην αξιολόγηση, σύνθεση, παραπέρα ανάπτυξη και αξιοποίηση των ιδεών.
Με σκοπό, λοιπόν, την καλλιέργεια αυτών των ικανοτήτων θεωρείται αναγκαία μια ριζική μεταρρύθμιση του σχολείου. Στο πλαίσιο αυτό όλες οι μελέτες μιλούν για την ανάγκη να προσανατολιστεί το σχολείο προς βιωματικές μορφές μάθησης και προς συμμετοχικές μορφές διδασκαλίας.
Δηλαδή, -αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον ιστορικό παράδοξο- ουσιαστικά μιλούν για την ανάγκη να προσανατολιστεί το σχολείο προς μορφές μάθησης και διδασκαλίας που αποτέλεσαν από την αρχή του εικοστού αιώνα τον πυρήνα της αριστερής Παιδαγωγικής και της αριστερής πολιτικής πρότασης για την οργάνωση του σχολείου.
Η αριστερή πρόταση είχε από την αρχή στο επίκεντρό της ένα σχολείο που καλλιεργεί τον δημιουργικό, κοινωνικό και ικανό για συνεργασία άνθρωπο.
Με τη διαφορά ότι η πρόταση της Αριστεράς δεν είχε αφετηρία τις ανάγκες ενός τομέα της οικονομίας –όπως συμβαίνει σήμερα με τα think tanks των εργοδοτών- αλλά μια κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται και παράγει κοινωνικό πλούτο μόνον όταν δεν καταπιέζεται, δεν περιορίζεται σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και δεν αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.
Γι αυτήν την παιδαγωγική αντίληψη και στάση συκοφαντήθηκαν και διώχτηκαν αμέτρητοι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί, τα δε αριστερά κόμματα, ιδιαίτερα σε εποχές αδύναμης παρουσίας τους στην πολιτική ζωή, αντιμετώπισαν για αυτές τις απόψεις τους το χλευασμό των ισχυρών. Σήμερα δικαιώνονται ακόμη και από τα ερευνητικά κέντρα της εργοδοσίας.
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε το 1997 το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας, δηλαδή το think-tank των γερμανών εργοδοτών: οι 763 επιχειρήσεις που ερωτήθηκαν για το είδος του σχολείου, που κατά τη γνώμη τους είναι απαραίτητο σήμερα, τάχθηκαν υπέρ ενός σχολείου με βιωματικές μορφές μάθησης, διδασκαλία σε projects, και εξοικείωση σε νέες μορφές κοινωνικότητας.
Το τελευταίο παράδειγμα καταδεικνύει με ενάργεια τη γενικευμένη σύμπτωση στην άποψη ότι τα σχολεία που προσανατολίζονται στην «κοινωνία της γνώσης» είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό πρότυπο της «αποταμίευσης» πληροφοριών στο μυαλό των μαθητών/ριών.
Η πρόταση αυτή είναι αποτέλεσμα α) της διαπίστωσης μιας εκπαιδευτικής ανάγκης και β) της ύπαρξης μιας τεχνικής δυνατότητας.
Ø Η εκπαιδευτική ανάγκη είναι ότι στο σχολείο πρέπει να βρεθεί χρόνος για να καλλιεργηθούν οι «ικανότητες-κλειδιά». Για παράδειγμα, η καλλιέργεια της δημιουργικότητας προϋποθέτει πολλή περισσότερη ενασχόληση με καλλιτεχνικά μαθήματα, τα οποία στο παραδοσιακό σχολείο φυτοζωούν στο περιθώριο ως «τριτεύοντα» μαθήματα.
Ø Η τεχνική δυνατότητα είναι αυτή που παρέχεται από την πρόσφατη ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορίας. Στην εποχή μας είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες, οι οποίες σε μέγεθος υπερβαίνουν κατά πολύ το σύνολο της ύλης που παρέχεται στα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου.
Συνεπώς, η απόκτηση της ικανότητας να χειρίζεται κανείς τις τεχνολογίες πληροφορίας παρέχει στο εκπαιδευτικό σύστημα τη δυνατότητα να απαλλαγεί από όλη εκείνη τη σχολική ύλη, η οποία δεν συμβάλλει στην καλλιέργεια των «ικανοτήτων-κλειδιά» ενώ, ταυτόχρονα, μπορεί να αποκτηθεί εύκολα και γρήγορα με την κατάλληλη τεχνολογία.
Και αυτή η εξέλιξη ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις της Αριστεράς, οι οποίες πολύ παραστατικά συμπυκνώνονται στη ρήση του Ερνστ Μπλοχ «αν δεν θέλεις να είσαι βόδι που αναμασά την τροφή, τότε ψάξε να βρεις το δρόμο που οδηγεί στη γνώση, και ακολούθησέ τον».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την κοινωνία του 21ου αιώνα αφορούν στην αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων βάσει της παραπάνω λογικής και στην προσαρμογή των μορφών μάθησης και των μεθόδων αξιολόγησης στους νέους στόχους.
Ιδιαίτερα οι μέθοδοι αξιολόγησης αποτελούν κομβικό σημείο στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι για παράδειγμα δυνατόν να αξιολογείται η «εξαιρετική προθυμία για ομαδική εργασία και συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών» με γραπτές εξετάσεις πανεθνικού χαρακτήρα, στις οποίες απαγορεύεται η συνεργασία;
Και εάν πράγματι δεν είναι δυνατόν, τότε τι προτιμούν οι πολιτικοί ιθύνοντες της εκπαίδευσης; Να αλλάξει η μορφή της αξιολόγησης (έτσι ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης) ή, αντίθετα, να θυσιαστεί ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης στο βωμό της διατήρησης ενός εξεταστικού συστήματος που προωθεί την αντιπαλότητα ανάμεσα στους ανθρώπους;
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα μαζί με τις απαντήσεις σε άλλα παρόμοια ερωτήματα εξηγούν το παράδοξο φαινόμενο που καταγράφηκε στην αρχή: η λογική να δείχνει αριστερά αλλά η πρακτική των κυβερνώντων να επιμένει δεξιά. Επιμένουν δεξιά επειδή γνωρίζουν ότι, η παραίτηση από τις πρακτικές του συντηρητισμού στο σχολείο, ακόμη και εάν προφανώς η παραίτηση αυτή επιβάλλεται «για το καλό των παιδιών» και για το καλό του συνόλου της κοινωνίας, συνεπάγεται εκχώρηση της ηγεμονίας, και αυτή συνεπάγεται με τη σειρά της ανάλογες εξελίξεις στην πολιτική ζωή.
Με βάση όλα τα προηγούμενα, ας απαντήσουμε στο ερώτημα της σημερινής μας εκδήλωσης: αποτελεί ουτοπία ή ρεαλισμό το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο;
Η απάντηση είναι πιο εύκολη απ’ όσο φαντάζονται πολλοί: αποτελεί κοινωνική ανάγκη και είναι εφικτό.
Όπως είδαμε, ως προς το χαρακτηριστικό «δημιουργικό» συμφωνούν πια ακόμη και οι ειδήμονες της κυρίαρχης τάξης ότι είναι εφικτό.
Όμως, τα χαρακτηριστικά «δημόσιο» και «δημοκρατικό» βρίσκονται σε αντίθεση με την κοσμοθεωρία των κυβερνώντων, οι οποίοι προτιμούν, επιλέγουν και προωθούν ένα εκπαιδευτικό κόσμο που διαπερνάται από ένα βαθύ ρήγμα: από τη μια μεριά δημιουργικά σχολεία, όμως όχι δημόσια και όχι δημοκρατικά, αλλά δημιουργικά σχολεία μόνο για τους λίγους που προορίζονται να συμμετάσχουν στην οικονομία της γνώσης, και από την άλλη μεριά σχολεία για τους πολλούς με κύριο χαρακτηριστικό τους την υποταγή τους σε μια ιδεολογία που εκθειάζει την ατομικότητα και τον ανταγωνισμό και πνίγει κάθε προσπάθεια καλλιέργειας της δημιουργικότητας και της ικανότητας για συνεργασία.
Αυτό είναι το δικό τους όραμα. Το δικό μας όραμα, αντίθετα, είναι ένα δημιουργικό σχολείο από το οποίο δεν αποκλείεται κανένα παιδί, ανεξάρτητα από την καταγωγή του και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες μπορεί να έχει. Με την έννοια αυτή το δημοκρατικό σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι και δημόσιο.
Δεν έχουμε μπροστά μας μια παιδαγωγική διένεξη. Έχουμε μπροστά μας μια σκληρή πολιτική μάχη, στην οποία η Αριστερά προσέρχεται με υπεροπλία, όχι μόνο στις αξίες και στις ιδέες αλλά και στις εξειδικευμένες γνώσεις και στις εμπειρίες.
Η επαγγελία μας ενός δημόσιου, δημιουργικού και δημοκρατικού σχολείου προφανώς δεν αποτελεί ουτοπία, αφού απ’ αυτήν πλέον δανείζονται και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, όταν ενδιαφέρονται να φτιάξουν σχολεία για τους λίγους δικούς τους ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι αποτελεί ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν οι κυβερνώντες να πεισθούν από τα παιδαγωγικά επιχειρήματα και να αποδεχτούν τη γενίκευση ενός τέτοιου σχολείου για όλα τα παιδιά. Αυτό έδειξε η περίπτωση του 132ου δημοτικού σχολείου της Γκράβας.
Υπενθυμίζω ότι στο σχολείο αυτό, με μαθητές και μαθήτριες από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και ποσοστό αλλοδαπών παιδιών πάνω από 70% , η διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου και όλο το προσωπικό εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα δημοκρατικού και δημιουργικού σχολείου. Με μαθήματα μητρικής γλώσσας στα αλλοδαπά παιδιά, με μαθήματα ελληνικών στους αλλοδαπούς γονείς, με πρωινή προσευχή όχι το «Πάτερ ημών» αλλά μια προσευχή του Γιάννη Ρίτσου (έτσι ώστε να μην αποκλείονται από αυτήν τα παιδιά που έχουν άλλη θρησκεία), με καλλιτεχνικές δραστηριότητες που βραβεύτηκαν διεθνώς, με επιτυχημένες παρεμβάσεις στα θέματα πρόληψης από τα ναρκωτικά, με συμμετοχή των γονέων σε διδακτικές διαδικασίες, με ανοιχτό το σχολείο στην τοπική κοινωνία και πολλά άλλα. Τα αποτελέσματα τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και στον τομέα της συμπεριφοράς ήταν εξαιρετικά και τοποθετούν το σχολείο πιο ψηλά από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία.
Η αναγνώριση αυτών των επιτυχιών ήταν γενική και χωρίς καμιά εξαίρεση. Και μετά ήλθε η επιλογή των διευθυντών. Στην οποία κρίθηκε ότι η Στέλλα Πρωτονοταρίου έπρεπε να μετατεθεί, πάλι ως διευθύντρια αλλά, σε άλλο σχολείο, και στο 132ο σχολείο να έλθει κάποιος με μόνον προσόν την προθυμία του να συγκρουστεί με το σύνολο των μαθητών, των γονέων και των εκπαιδευτικών για να ακυρώσει όλα τα προγράμματα και να διαλύσει το δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο.
Είναι πασιφανές ότι στους πολιτικούς ιθύνοντες της Παιδείας στη χώρα μας δεν αρέσει το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο. Δεν αρέσει ιδιαίτερα όταν το σχολείο αυτό υπάρχει στην πράξη, είναι ορατό και συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «ουτοπία των Αριστερών». Τότε οι κυβερνώντες αποκαλύπτονται. Τότε ισχύει αυτό που δήλωσε ο υφυπουργός Παιδείας κ. Λυκουρέντζος όταν αναγκάστηκε να παραδεχτεί τις επιτυχίες του 132ου σχολείου και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί την κατάργηση των προγραμμάτων του και τις διώξεις των εκπαιδευτικών του. Μιλώντας στη ΝΕΤ είπε: «Η ελληνική Πολιτεία δεν επιτρέπει -και ορθώς δεν επιτρέπει- στον οποιονδήποτε κρατικό λειτουργό να αυτενεργεί, να δημιουργεί κατά την κρίση του, να χρησιμοποιεί κρατικές δομές, σχολικές μονάδες για να αναπτύξει τις δικές του πρωτοβουλίες όπως εκείνος το θεωρεί καλύτερο» για να αποσαφηνίσει λίγο αργότερα τον λόγο της επίσκεψής του στο σχολείο της Γκράβας: «Εγώ ως υφυπουργός είμαι εδώ για να τηρώ τους νόμους».
Ε, κύριε υφυπουργέ, κι εμείς είμαστε εδώ σ’ αυτήν την εκδήλωση ως αριστεροί για να σας πούμε: το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο είναι εφικτό και θα το κάνουμε, όσες αντιστάσεις και εάν φέρετε –επειδή το σχολείο αυτό το οφείλουμε στα παιδιά μας.