Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΒΟΣΙΝΑΚΗ: Είναι υπόθεση όλων μας.

ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΑΧΑΪΑΣ


Το θέμα του κλεισίματος του εργοστασίου ΒΟΣΙΝΑΚΗ στη Πάτρα δεν αφορά μόνο τους 65 εργαζόμενους σε αυτό και τις οικογένειες τους, αλλά το σύνολο της αχαϊκής κοινωνίας. Οι εργαζόμενοι για άλλη μια φορά αντιμετωπίζονται από το «νόμο της αγοράς» σαν αναλώσιμο υλικό, οδηγούνται στην ανεργία και στην εξαθλίωση με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση των κερδών των εταιρειών. Η κοινωνία της Πάτρας δέχεται ένα ακόμη πλήγμα που έρχεται να προστεθεί στη μεγάλη λίστα του κλεισίματος των εργοστασίων της περιοχής, στην εκπαραθύρωση πολλών μικρών βιοτεχνιών, στην αποσάθρωση του παραγωγικού της ιστού και στην γιγάντωση της οικονομικής και κοινωνικής ανέχειας των κατοίκων της.

Άλλες 65 οικογένειες θυσιάζονται στο βωμό της ελεύθερης αγοράς, του ανταγωνισμού και της ασύδοτης κερδοσκοπίας. Ο μόνος δρόμος αντίστασης και ελπίδας για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης είναι ο δρόμος της ενότητας των εργαζομένων και της δυναμικής τους διεκδίκησης. Πρέπει να σταλεί ένα αγωνιστικό μήνυμα σε όλους αυτούς που θέλουν χωρίς κανένα κόστος να καθορίζουν τις ζωές των εργαζομένων, που μας θεωρούν απλά εξαρτήματα της μηχανής του κέρδους και νιώθουν σίγουροι ότι δεν μπορούμε και δεν ξέρουμε να αντιδρούμε.

Εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στο Σωματείο προσωπικού ELBISCO Πατρών «Η ΕΝΩΣΗ», συστρατευόμαστε και αγωνιζόμαστε μαζί τους. Θα πρέπει η εταιρεία και η κυβέρνηση να νιώσουν την πίεση όχι μόνο των εργαζομένων του εργοστασίου αλλά του συνόλου των εργαζομένων της πόλης και του νομού.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ

ΣΤΗΝ ΠΑΜΠΑΤΡΑΪΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

ΤΕΤΑΡΤΗ 28 ΜΑΗ ΣΤΙΣ 10 π.μ.

ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ


(Η ΕΛΜΕ Αχαΐας έχει κηρύξει δίωρη διευκολυντική στάση εργασίας)

ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΕΙΣΕΙ
ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ «ΒΟΣΙΝΑΚΗ»

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΡΔΗ

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΩΣΤΑ ΘΕΡΙΑΝΟΥ

Κώστας Θεριανός

«Δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο»
ουτοπία ή ρεαλισμός ;

Θα ξεκινήσω κατευθείαν από το ίδιο το ερώτημα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το πλαίσιο στο οποίο μιλάμε. Παραφράζουμε τον ποιητή για να πούμε ότι «το σχολείο δεν είναι κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα» αλλά προσδιορίζεται από την οικονομία και την πάλη των τάξεων που το διαπερνούν. Δεν υπάρχει γενικά και αφηρημένα σχολείο που λειτουργεί στην υπηρεσία της κοινωνίας στο σύνολό της, πάνω από τάξεις και έξω από την πάλη των τάξεων. Ο καπιταλισμός είναι το αόρατο σκηνικό μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η σχολική ζωή και διαπερνά κάθε έκφραση της. Υπάρχει καπιταλιστικό σχολείο, υπάρχει το σχολείο στον καπιταλισμό. Το ερώτημα λοιπόν έτσι όπως διατυπώνεται είναι:
Μπορεί να υπάρξει δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο στον καπιταλισμό;

Το σχολείο στον καπιταλισμό έχει πολλαπλή λειτουργία:
- προσπαθεί να δημιουργήσει συγκεκριμένους τύπους εργαζόμενων
- προσπαθεί να δημιουργήσει συγκεκριμένους τύπους πολιτών εγχαράσσοντας στους μαθητές την κυρίαρχη ιδεολογία.

Κοντολογίς προσπαθεί, όπως έχουν επισημάνει οι Baudelot και Establet, να ενοποιήσει ιδεολογικά όσους φοιτούν σε αυτό εγχαράσσοντας τους την εθνική συνείδηση, την πίστη στην ιδεολογία του χαρίσματος, σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα και ταυτόχρονα να τους «διαιρέσει» ωθώντας τους σε ιεραρχικά διαφοροποιημένες κατευθύνσεις που αντιστοιχούν στον καταμερισμό της εργασίας. Διαίρεση που, όπως έχει δείξει εδώ και πολλά χρόνια η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, παρότι περιβάλλεται με το πέπλο της ιδεολογίας του χαρίσματος δεν είναι ταξικά αθώα. Τα παιδιά των εργατών γίνονται στην συντριπτική τους πλειονότητα εργάτες ενώ τα παιδιά των μεσαίων και ανώτερων αστικών στρωμάτων καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις και στην εκπαίδευση και την εργασία.
Αυτό είναι ο ρόλος του σχολείου στην καπιταλιστική κοινωνία. Κατά συνέπεια ένα δημοκρατικό, δημόσιο και ανοικτό σχολείο στον καπιταλισμό συνιστά ουτοπία.
Ένα σχολείο που δεν θα διαιρεί και δεν θα επιλέγει δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό.
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει ένα σχολείο που δεν θα προσπαθεί να εγχαράξει στους μαθητές την κυρίαρχη ιδεολογία αλλά κάποια άλλη.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται σήμερα ένας αριστερός εκπαιδευτικός και το ζήτημα είναι να εξετάσουμε τι μπορεί να κάνει μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Καταρχάς, να ξεκαθαρίσουμε το ενδεχόμενο ερώτημα που μπορεί να κάνει κάποιος: εγκαταλείπουμε το σχολείο και περιμένουμε να αλλάξει η κοινωνία για να αλλάξει και αυτό; Όχι, δεν λέμε κάτι τέτοιο.
Το να θεωρούμε το σχολείο, τη σχολική γνώση, τους εκπαιδευτικούς, σαν μια - με κάθε λεπτομέρεια φτιαγμένη - μηχανή στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης, που οδηγεί με καθολική επιτυχία στην αποτυχία των κοινωνικά μη προνομιούχων και στον ιδεολογικό τους ευνουχισμό είναι μεταφυσική.
Το να αντιλαμβανόμαστε όμως το σχολείο σαν φορέα σωτηρίας και δύναμη ανανέωσης που λειτουργεί στην υπηρεσία της κοινωνίας στο σύνολό της, πάνω από τάξεις και έξω από την πάλη των τάξεων, που προσφέρει σ΄ όλους ίσες δυνατότητες κοινωνικής προαγωγής και προσωπικής ανάπτυξης, είναι άγνοια ή απάτη.

Ξεκινάμε από αυτό που έλεγε ο Πάουλο Φρέιρε ότι οι εκπαιδευτικοί είναι και πολιτικοί. Αγωνιζόμαστε να μορφώσουμε τους μαθητές μας αλλά ταυτόχρονα προσπαθούμε ως πολίτες να αλλάξουμε προς το καλύτερο τις συνθήκες που ζουν, δηλαδή την κοινωνία. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Το πρώτο μόνο του είναι αφελής παιδαγωγισμός το δεύτερο μόνο του είναι άγονος κοινωνιολογισμός.

Με βάση την διαπίστωση του Φρέιρε ας δούμε τι μπορεί να κάνει στο ελληνικό σχολείο ο αριστερός εκπαιδευτικός:

1) το ζήτημα των σχολικών βιβλίων. Το αίτημα για απλά και κατανοητά σχολικά βιβλία για τους μαθητές μας δεν είναι αμελητέο αίτημα. Δεν είναι όμως και πανάκεια και δεν μπορεί η διεκδίκηση μας να σταματάει εδώ. Τα νέα βιβλία στο δημοτικό και το γυμνάσιο αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή ότι εντείνουν την ταξικότητα του σχολείου, καθώς σε μια μεγάλη μερίδα μαθητών δείχνουν νωρίς την έξοδο από το σχολείο ενώ μια άλλη την υποχρεώνουν να μπει από πολύ νωρίς στα έξοδα του φροντιστηρίου.

2) όμως τα βιβλία στο σχολείο, είτε απλά είτε περίπλοκα, έχουν ιδεολογία και συγκεκριμένα την κυρίαρχη ιδεολογία. Τα βιβλία βομβαρδίζουν τους μαθητές μας με ασύνδετες πληροφορίες, αντισηπτικά απομονωμένες από το κοινωνικό πλαίσιο, την ιστορία και την ταξική πάλη. Προσπαθούν να περάσουν στους μαθητές την ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλος κόσμος εκτός από αυτόν που ζούμε, ότι η επιχειρηματικότητα και η ευέλικτη εργασία είναι οι μόνοι σταθεροί άξονες για να χαράξει τη ζωή του, ότι η μόνιμη απασχόληση και η σύνταξη αποτελούν παρελθόν. Με αυτό τον τρόπο σήμερα τα σχολεία εργάζονται ενάντια στη δημοκρατία καθώς προσπαθούν να φτιάξουν παθητικούς εργαζόμενους και καταναλωτές και όχι κριτικούς ενεργούς πολίτες.
Τι μπορεί να κάνει ο αριστερός εκπαιδευτικός πάνω σε αυτό; Πως μπορεί να παλέψει ενάντια στις μορφές της κυρίαρχης ιδεολογίας στο σχολείο και ταυτόχρονα να χαράξει νέες σχολικές πρακτικές;
i. Να αγωνιστεί καταρχάς ενάντια στην αξιολόγηση, στην οποιαδήποτε μορφής αξιολόγηση. Η ιδεολογική παρέμβαση μέσα στην τάξη, στο περιεχόμενο των βιβλίων, προϋποθέτει την έλλειψη της αξιολόγησης. Ο αριστερός εκπαιδευτικός μέσα στο αστικό σχολείο προσπαθεί να διευρύνει την όποια παιδαγωγική ελευθερία και θεσμική κατάκτηση έχει προκειμένου να οργανώνει συλλογικές αντιστάσεις και να δίνει κριτικό περιεχόμενο στη διδασκαλία του για να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των μαθητών του, να τους κινητοποιήσει να σκεφθούν κριτικά για τον κόσμο στον οποίο ζουν. Σκοπός του αριστερού εκπαιδευτικού είναι να προκαλέσει την «κριτική περιέργεια» των μαθητών του, ώστε να αναπροσανατολιστούν ιδεολογικά στον κόσμο. Η αξιολόγηση, όπου και όσο επιβάλλεται, δημιουργεί μια αυταρχική και μελαγχολική εκπαιδευτική κουλτούρα. Ας δούμε τι έγινε στο λύκειο με την αύξηση των εξεταστικών δοκιμασιών. Και δεν πρέπει να γίνεται καμία διάκριση ανάμεσα σε καλή και κακή αξιολόγηση, αυτοαξιολόγηση κ.λπ. Η αξιολόγηση, οποιασδήποτε μορφής, έχει ένα και μόνο στόχο: να χειραγωγήσει εκπαιδευτικούς και μαθητές.

ii. Οι μαθητές δεν είναι άγραφα χαρτιά που περιμένουν να γράψει ο εκπαιδευτικός με την μετωπική διδασκαλία πάνω σε αυτά. Κουβαλούν τις εμπειρίες τους, τις αξίες τους, το μορφωτικό τους κεφάλαιο, τα οποία είναι αποτέλεσμα της διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους σε διαφοροποιημένα, δηλαδή ταξικά προσδιορισμένα οικογενειακά περιβάλλοντα. Η ερμηνεία των διαφορών των μαθητών με κοινωνικούς όρους και όχι με την προσφυγή σε κάποια έμφυτα χαρακτηριστικά είναι το πρώτο, σημαντικό και καθόλου αμελητέο βήμα. Το επόμενο βήμα είναι να προσπαθήσουμε να φέρουμε στη διδασκαλία τις εμπειρίες αυτών των παιδιών, να τις αντιμετωπίσουμε με σεβασμό και όχι σαν κατώτερες από την ακαδημαϊκή κουλτούρα του σχολείου. Πρέπει να δώσουμε σε αυτά τα παιδιά την ευκαιρία να εμπλακούν σε διαδικασίες μάθησης της γνώσης με τρόπους πολιτιστικά και γλωσσολογικά οικείους. Όταν υποστηρίζουμε ότι οι δάσκαλοι πρέπει να σεβαστούν το μορφωτικό κεφάλαιο των μαθητών δεν σημαίνει de facto αποδοχή του. Αυτό το κεφάλαιο συγκροτείται και από αδιαλλαξία, ρατσισμό, σεξισμό. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να βρει τρόπους να προκαλέσει τον κριτικό στοχασμό σε αυτά για να αλλάξουν μέσα στο χρόνο, πράγμα καθόλου εύκολο και που δεν εξαρτάται μόνο από το σχολείο.

iii. Ο αριστερός εκπαιδευτικός μπαίνει μέσα στο σχολείο και ανοίγει το βιβλίο με τα εξής ερωτήματα που μπορούν να αποτελέσουν οδηγούς της δικής του διδακτικής παρέμβασης, στο βαθμό που του επιτρέπουν οι εξετάσεις, το κλίμα του σχολείου και της τάξης, κ.λπ.:
«Ποια εικόνα της κοινωνίας και της φύσης δίνουν τα βιβλία για τους μαθητές»;
«Τι δεν λένε τα βιβλία για την κοινωνία και τη φύση»;
«Τι αξίζει να μάθουν οι μαθητές από όσα δεν λένε τα σχολικά βιβλία»;
«Ποιο νόημα θα είχε για τους μαθητές η εκμάθηση των γνώσεων που έχουν αποκρυφτεί»;
«Πως θα συνδεθεί αυτή η γνώση με την κοινωνικά διαφοροποιημένη εμπειρία των μαθητών»;
Και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων του μπορεί να είναι να αναδείξουμε κοινωνικά προβλήματα όπως οι ταξικές ανισότητες, η φτώχεια που δεν τα αγγίζουν τα βιβλία. Να κάνουμε ασκήσεις και συζητήσεις για την ακρίβεια, το κόστος ζωής, ιστορικά θέματα που θα σπάνε το μύθο του ενιαίου και συνεχούς ελληνικού έθνους.

Κοντολογίς, χρειαζόμαστε και επεξεργασίες μέσα στο σχολείο, συγκεκριμένες παρεμβάσεις τόσο πάνω στα βιβλία όσο και σε άλλες εκφάνσεις της σχολικής ζωής, όπως οι γιορτές και οι εξετάσεις. Οι συνάδερφοι της πρωτοβάθμιας έχουν κάνει σημαντική δουλειά πάνω σε αυτά. Σε εμάς είναι πιο δύσκολο γιατί υπάρχει ο κατακερματισμός των αντικειμένων.

Και κλείνω θέλοντας να μην μείνουμε με μια αίσθηση παιδαγωγισμού. Οι συνάδερφοι στο 132ο δημοτικό σχολείο της Γκράβας στην Αθήνα πέρασαν τα εσκαμένα και είδαμε το κράτος να κινητοποιεί αμέσως τους μηχανισμούς του με την αντικατάσταση της διευθύντριας και την παύση των ριζοσπαστικών καινοτομιών. Αυτό για να γυρίσουμε στο αρχικό μας ερώτημα περί σχολείου δημοκρατικού και ανοικτού. Και εδώ βλέπουμε τα όρια της παιδαγωγικής παρέμβασης και περνάμε στη μεγάλη πολιτική.
Αυτές οι προτάσεις φυσικά μπορούν να είναι γόνιμες με την παράλληλη αλλαγή του χάρτη των πολιτικών δυνάμεων, με την ανάπτυξη κινημάτων έξω από το κοινοβούλιο αλλά και με την αλλαγή του συσχετισμού των κομμάτων μέσα στο κοινοβούλιο. Μην γελιόμαστε, όλα χρειάζονται. Τα κινήματα έχουν όρια, αντιστέκονται αλλά η αλλαγή του συσχετισμού στη νομοθετική εξουσία είναι αυτή που αποκρυσταλλώνει την αντίσταση και την μετατρέπει σε θέση. Διαφορετικά, τα κινήματα αν δεν μπορούν να παρέμβουν πολιτικά στην νομοθετική εξουσία θα καμφθούν μέσα στο χρόνο.
Καθήκον λοιπόν της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της αριστεράς των αγώνων και των κινημάτων είναι η ενωτική αριστερή ανασύνθεση του πολιτικού της πεδίου, η έκφραση της μέσα από ένα πολιτικά κοινό πόλο, διότι στη σημερινή εποχή ο κατακερματισμός της αριστεράς ευνοεί πολιτικά μόνο τη δεξιά.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ

Γιώργος Τσιάκαλος
Δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο
Ουτοπία ή ρεαλισμός
;

Στα θέματα της Παιδείας ζούμε τα τελευταία χρόνια ένα παράδοξο φαινόμενο: όλες οι σοβαρές μελέτες για το περιεχόμενο των απαραίτητων αλλαγών στην εκπαίδευση δικαιώνουν τις βασικές επιλογές που έκανε η Αριστερά ήδη από την αρχή του εικοστού αιώνα, αλλά η πολιτική των δυνάμεων που κυβερνούν προσανατολίζεται σε απαρχαιωμένα ιδεολογικά πρότυπα του πολιτικού συντηρητισμού.

Ας δούμε ποια είναι τα νέα δεδομένα που σφραγίζουν τις αναζητήσεις στο χώρο της Παιδείας και σχετίζονται άμεσα με το θέμα της σημερινής μας εκδήλωσης. Στην αρχή, μάλιστα, θα τα κοιτάξουμε, όχι από τη δική μας, την αριστερή σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπάλων μας.
Πολλοί σε ολόκληρο τον κόσμο μιλούν για την ανάδυση μιας «κοινωνίας της γνώσης». Εννοούν, στην πραγματικότητα, ότι στους ραγδαία αναπτυσσόμενους και προσοδοφόρους τομείς της οικονομίας, όπως είναι ο χώρος των τεχνολογιών πληροφορίας και της βιοτεχνολογίας, διαπιστώνεται μια δραματική αναβάθμιση της ανθρώπινης «εργασίας που στηρίζεται στη γνώση» σε σχέση με τη σημασία που παραδοσιακά είχε το κεφάλαιο.
Αλλά τι είδους γνώση είναι αυτή και, συνακόλουθα, τι είδους γνώση πρέπει να παρέχουν στη νέα γενιά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σε μια εποχή, στην οποία η γνώση απαξιώνεται ως προς τη χρηστική της αξία μέσα σε λίγα χρόνια;

Για τους θεωρητικούς της κυρίαρχης τάξης αυτό που θεωρείται απαραίτητο και πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα στο σχολείο είναι η απόκτηση κάποιων συγκεκριμένων προσόντων που χαρακτηρίζονται ως «ικανότητες-κλειδιά». Μεταξύ αυτών τα σημαντικότερα είναι
1. η δημιουργικότητα
2. η αυτονομία, και
3. η εξαιρετική προθυμία για ομαδική εργασία και συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών

Πρόκειται για ικανότητες που σχετίζονται με τις σύγχρονες μορφές εργασίας στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας. Διότι αυτές οι μορφές εργασίας δεν χαρακτηρίζονται ούτε από ατομικότητα (την οποία καλλιεργούν και προωθούν τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα) ούτε από καταμερισμό εργασίας (που εξυπηρετεί η πρώιμη εξειδίκευση στην εκπαίδευση). Αντίθετα, χαρακτηρίζονται από την εργασία ομάδων, στις οποίες αυτόνομα άτομα με τις παραπάνω ικανότητες συνεισφέρουν ιδέες και συνεργάζονται ισότιμα στην αξιολόγηση, σύνθεση, παραπέρα ανάπτυξη και αξιοποίηση των ιδεών.

Με σκοπό, λοιπόν, την καλλιέργεια αυτών των ικανοτήτων θεωρείται αναγκαία μια ριζική μεταρρύθμιση του σχολείου. Στο πλαίσιο αυτό όλες οι μελέτες μιλούν για την ανάγκη να προσανατολιστεί το σχολείο προς βιωματικές μορφές μάθησης και προς συμμετοχικές μορφές διδασκαλίας.

Δηλαδή, -αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον ιστορικό παράδοξο- ουσιαστικά μιλούν για την ανάγκη να προσανατολιστεί το σχολείο προς μορφές μάθησης και διδασκαλίας που αποτέλεσαν από την αρχή του εικοστού αιώνα τον πυρήνα της αριστερής Παιδαγωγικής και της αριστερής πολιτικής πρότασης για την οργάνωση του σχολείου.

Η αριστερή πρόταση είχε από την αρχή στο επίκεντρό της ένα σχολείο που καλλιεργεί τον δημιουργικό, κοινωνικό και ικανό για συνεργασία άνθρωπο.
Με τη διαφορά ότι η πρόταση της Αριστεράς δεν είχε αφετηρία τις ανάγκες ενός τομέα της οικονομίας –όπως συμβαίνει σήμερα με τα think tanks των εργοδοτών- αλλά μια κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται και παράγει κοινωνικό πλούτο μόνον όταν δεν καταπιέζεται, δεν περιορίζεται σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και δεν αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.

Γι αυτήν την παιδαγωγική αντίληψη και στάση συκοφαντήθηκαν και διώχτηκαν αμέτρητοι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί, τα δε αριστερά κόμματα, ιδιαίτερα σε εποχές αδύναμης παρουσίας τους στην πολιτική ζωή, αντιμετώπισαν για αυτές τις απόψεις τους το χλευασμό των ισχυρών. Σήμερα δικαιώνονται ακόμη και από τα ερευνητικά κέντρα της εργοδοσίας.
Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας που πραγματοποίησε το 1997 το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας, δηλαδή το think-tank των γερμανών εργοδοτών: οι 763 επιχειρήσεις που ερωτήθηκαν για το είδος του σχολείου, που κατά τη γνώμη τους είναι απαραίτητο σήμερα, τάχθηκαν υπέρ ενός σχολείου με βιωματικές μορφές μάθησης, διδασκαλία σε projects, και εξοικείωση σε νέες μορφές κοινωνικότητας.

Το τελευταίο παράδειγμα καταδεικνύει με ενάργεια τη γενικευμένη σύμπτωση στην άποψη ότι τα σχολεία που προσανατολίζονται στην «κοινωνία της γνώσης» είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό πρότυπο της «αποταμίευσης» πληροφοριών στο μυαλό των μαθητών/ριών.
Η πρόταση αυτή είναι αποτέλεσμα α) της διαπίστωσης μιας εκπαιδευτικής ανάγκης και β) της ύπαρξης μιας τεχνικής δυνατότητας.
Ø Η εκπαιδευτική ανάγκη είναι ότι στο σχολείο πρέπει να βρεθεί χρόνος για να καλλιεργηθούν οι «ικανότητες-κλειδιά». Για παράδειγμα, η καλλιέργεια της δημιουργικότητας προϋποθέτει πολλή περισσότερη ενασχόληση με καλλιτεχνικά μαθήματα, τα οποία στο παραδοσιακό σχολείο φυτοζωούν στο περιθώριο ως «τριτεύοντα» μαθήματα.
Ø Η τεχνική δυνατότητα είναι αυτή που παρέχεται από την πρόσφατη ανάπτυξη των τεχνολογιών πληροφορίας. Στην εποχή μας είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες, οι οποίες σε μέγεθος υπερβαίνουν κατά πολύ το σύνολο της ύλης που παρέχεται στα εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου.

Συνεπώς, η απόκτηση της ικανότητας να χειρίζεται κανείς τις τεχνολογίες πληροφορίας παρέχει στο εκπαιδευτικό σύστημα τη δυνατότητα να απαλλαγεί από όλη εκείνη τη σχολική ύλη, η οποία δεν συμβάλλει στην καλλιέργεια των «ικανοτήτων-κλειδιά» ενώ, ταυτόχρονα, μπορεί να αποκτηθεί εύκολα και γρήγορα με την κατάλληλη τεχνολογία.

Και αυτή η εξέλιξη ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις της Αριστεράς, οι οποίες πολύ παραστατικά συμπυκνώνονται στη ρήση του Ερνστ Μπλοχ «αν δεν θέλεις να είσαι βόδι που αναμασά την τροφή, τότε ψάξε να βρεις το δρόμο που οδηγεί στη γνώση, και ακολούθησέ τον».

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την κοινωνία του 21ου αιώνα αφορούν στην αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων βάσει της παραπάνω λογικής και στην προσαρμογή των μορφών μάθησης και των μεθόδων αξιολόγησης στους νέους στόχους.
Ιδιαίτερα οι μέθοδοι αξιολόγησης αποτελούν κομβικό σημείο στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι για παράδειγμα δυνατόν να αξιολογείται η «εξαιρετική προθυμία για ομαδική εργασία και συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών» με γραπτές εξετάσεις πανεθνικού χαρακτήρα, στις οποίες απαγορεύεται η συνεργασία;

Και εάν πράγματι δεν είναι δυνατόν, τότε τι προτιμούν οι πολιτικοί ιθύνοντες της εκπαίδευσης; Να αλλάξει η μορφή της αξιολόγησης (έτσι ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης) ή, αντίθετα, να θυσιαστεί ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης στο βωμό της διατήρησης ενός εξεταστικού συστήματος που προωθεί την αντιπαλότητα ανάμεσα στους ανθρώπους;

Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα μαζί με τις απαντήσεις σε άλλα παρόμοια ερωτήματα εξηγούν το παράδοξο φαινόμενο που καταγράφηκε στην αρχή: η λογική να δείχνει αριστερά αλλά η πρακτική των κυβερνώντων να επιμένει δεξιά. Επιμένουν δεξιά επειδή γνωρίζουν ότι, η παραίτηση από τις πρακτικές του συντηρητισμού στο σχολείο, ακόμη και εάν προφανώς η παραίτηση αυτή επιβάλλεται «για το καλό των παιδιών» και για το καλό του συνόλου της κοινωνίας, συνεπάγεται εκχώρηση της ηγεμονίας, και αυτή συνεπάγεται με τη σειρά της ανάλογες εξελίξεις στην πολιτική ζωή.

Με βάση όλα τα προηγούμενα, ας απαντήσουμε στο ερώτημα της σημερινής μας εκδήλωσης: αποτελεί ουτοπία ή ρεαλισμό το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο;
Η απάντηση είναι πιο εύκολη απ’ όσο φαντάζονται πολλοί: αποτελεί κοινωνική ανάγκη και είναι εφικτό.
Όπως είδαμε, ως προς το χαρακτηριστικό «δημιουργικό» συμφωνούν πια ακόμη και οι ειδήμονες της κυρίαρχης τάξης ότι είναι εφικτό.
Όμως, τα χαρακτηριστικά «δημόσιο» και «δημοκρατικό» βρίσκονται σε αντίθεση με την κοσμοθεωρία των κυβερνώντων, οι οποίοι προτιμούν, επιλέγουν και προωθούν ένα εκπαιδευτικό κόσμο που διαπερνάται από ένα βαθύ ρήγμα: από τη μια μεριά δημιουργικά σχολεία, όμως όχι δημόσια και όχι δημοκρατικά, αλλά δημιουργικά σχολεία μόνο για τους λίγους που προορίζονται να συμμετάσχουν στην οικονομία της γνώσης, και από την άλλη μεριά σχολεία για τους πολλούς με κύριο χαρακτηριστικό τους την υποταγή τους σε μια ιδεολογία που εκθειάζει την ατομικότητα και τον ανταγωνισμό και πνίγει κάθε προσπάθεια καλλιέργειας της δημιουργικότητας και της ικανότητας για συνεργασία.
Αυτό είναι το δικό τους όραμα. Το δικό μας όραμα, αντίθετα, είναι ένα δημιουργικό σχολείο από το οποίο δεν αποκλείεται κανένα παιδί, ανεξάρτητα από την καταγωγή του και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες μπορεί να έχει. Με την έννοια αυτή το δημοκρατικό σχολείο δεν μπορεί παρά να είναι και δημόσιο.

Δεν έχουμε μπροστά μας μια παιδαγωγική διένεξη. Έχουμε μπροστά μας μια σκληρή πολιτική μάχη, στην οποία η Αριστερά προσέρχεται με υπεροπλία, όχι μόνο στις αξίες και στις ιδέες αλλά και στις εξειδικευμένες γνώσεις και στις εμπειρίες.

Η επαγγελία μας ενός δημόσιου, δημιουργικού και δημοκρατικού σχολείου προφανώς δεν αποτελεί ουτοπία, αφού απ’ αυτήν πλέον δανείζονται και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, όταν ενδιαφέρονται να φτιάξουν σχολεία για τους λίγους δικούς τους ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι αποτελεί ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι είναι δυνατόν οι κυβερνώντες να πεισθούν από τα παιδαγωγικά επιχειρήματα και να αποδεχτούν τη γενίκευση ενός τέτοιου σχολείου για όλα τα παιδιά. Αυτό έδειξε η περίπτωση του 132ου δημοτικού σχολείου της Γκράβας.
Υπενθυμίζω ότι στο σχολείο αυτό, με μαθητές και μαθήτριες από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και ποσοστό αλλοδαπών παιδιών πάνω από 70% , η διευθύντρια Στέλλα Πρωτονοταρίου και όλο το προσωπικό εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα δημοκρατικού και δημιουργικού σχολείου. Με μαθήματα μητρικής γλώσσας στα αλλοδαπά παιδιά, με μαθήματα ελληνικών στους αλλοδαπούς γονείς, με πρωινή προσευχή όχι το «Πάτερ ημών» αλλά μια προσευχή του Γιάννη Ρίτσου (έτσι ώστε να μην αποκλείονται από αυτήν τα παιδιά που έχουν άλλη θρησκεία), με καλλιτεχνικές δραστηριότητες που βραβεύτηκαν διεθνώς, με επιτυχημένες παρεμβάσεις στα θέματα πρόληψης από τα ναρκωτικά, με συμμετοχή των γονέων σε διδακτικές διαδικασίες, με ανοιχτό το σχολείο στην τοπική κοινωνία και πολλά άλλα. Τα αποτελέσματα τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και στον τομέα της συμπεριφοράς ήταν εξαιρετικά και τοποθετούν το σχολείο πιο ψηλά από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία.
Η αναγνώριση αυτών των επιτυχιών ήταν γενική και χωρίς καμιά εξαίρεση. Και μετά ήλθε η επιλογή των διευθυντών. Στην οποία κρίθηκε ότι η Στέλλα Πρωτονοταρίου έπρεπε να μετατεθεί, πάλι ως διευθύντρια αλλά, σε άλλο σχολείο, και στο 132ο σχολείο να έλθει κάποιος με μόνον προσόν την προθυμία του να συγκρουστεί με το σύνολο των μαθητών, των γονέων και των εκπαιδευτικών για να ακυρώσει όλα τα προγράμματα και να διαλύσει το δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο.

Είναι πασιφανές ότι στους πολιτικούς ιθύνοντες της Παιδείας στη χώρα μας δεν αρέσει το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο. Δεν αρέσει ιδιαίτερα όταν το σχολείο αυτό υπάρχει στην πράξη, είναι ορατό και συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «ουτοπία των Αριστερών». Τότε οι κυβερνώντες αποκαλύπτονται. Τότε ισχύει αυτό που δήλωσε ο υφυπουργός Παιδείας κ. Λυκουρέντζος όταν αναγκάστηκε να παραδεχτεί τις επιτυχίες του 132ου σχολείου και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί την κατάργηση των προγραμμάτων του και τις διώξεις των εκπαιδευτικών του. Μιλώντας στη ΝΕΤ είπε: «Η ελληνική Πολιτεία δεν επιτρέπει -και ορθώς δεν επιτρέπει- στον οποιονδήποτε κρατικό λειτουργό να αυτενεργεί, να δημιουργεί κατά την κρίση του, να χρησιμοποιεί κρατικές δομές, σχολικές μονάδες για να αναπτύξει τις δικές του πρωτοβουλίες όπως εκείνος το θεωρεί καλύτερο» για να αποσαφηνίσει λίγο αργότερα τον λόγο της επίσκεψής του στο σχολείο της Γκράβας: «Εγώ ως υφυπουργός είμαι εδώ για να τηρώ τους νόμους».

Ε, κύριε υφυπουργέ, κι εμείς είμαστε εδώ σ’ αυτήν την εκδήλωση ως αριστεροί για να σας πούμε: το δημόσιο, δημιουργικό και δημοκρατικό σχολείο είναι εφικτό και θα το κάνουμε, όσες αντιστάσεις και εάν φέρετε –επειδή το σχολείο αυτό το οφείλουμε στα παιδιά μας.